αφήνω

αφήνω
άφησα και αφήκα, αφέθηκα, αφημένος
1. δεν κρατώ, δε δεσμεύω κάτι, απολύω: Άφησε το πουλί ελεύθερο.
2. παρατώ, εγκαταλείπω: Άφησε τη γυναίκα του κι έφυγε.
3. δεν εμποδίζω, επιτρέπω: Δεν αφήνουν να περάσει κανείς μέσα στο κτίριο.
4. κληροδοτώ: Άφησε την περιουσία του στο πανεπιστήμιο. Συνηθισμ. φράσεις: «αφήνω όνομα» ή «αφήνω εποχή», φημίζομαι· «αφήνω γεια», αναχωρώ· «αφήνω στον τόπο», σκοτώνω· «αφήνω τα κώλα», πεθαίνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αφήνω — αφήνω, άφησα βλ. πίν. 106 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …   Dictionary of Greek

  • ἀφήνω — ἀπό ἑνόω make one imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακραφετώ — αφήνω στη θάλασσα (κν. αμολάρω) την αλυσίδα και την άγκυρα που βρίσκεται στην άκρη της, λόγω τρικυμίας ή άλλης ανάγκης που επιβάλλει άμεσο απόπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα από τη ναυτική ορολογία < *ακράφετος < ακρο (πρβλ. ακρο (Ι) + άφετος* (<… …   Dictionary of Greek

  • αγουροψήνω — αφήνω κάτι μισοψημένο, δεν τό ψήνω καλά …   Dictionary of Greek

  • μισοτελειώνω — αφήνω κάτι ημιτελές, τό τελειώνω κατά το ήμισυ …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

  • εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… …   Dictionary of Greek

  • εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… …   Dictionary of Greek

  • καταλείπω — (AM καταλείπω) 1. αφήνω υπόλοιπο 2. (για γονείς) αφήνω ως κληρονομιά, κληροδοτώ 3. εγκαταλείπω κάποιον ή κάτι στην τύχη του μσν. 1. αφήνω κάποιον ως αντικαταστάτη μου 2. επιτρέπω σε κάποιον να... 3. εμπιστεύομαι 4. (με αντικ. λέξη που δηλώνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”